ναυκράτωρ

ναυκράτωρ
ναυκράτωρ, ὁ και ἡ (Α)
1. ναυκρατής
2. ιδιοκτήτης πλοίου, πλοιοκτήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦ + -κράτωρ (< κρατώ), πρβλ. παντοκράτωρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ναυκράτωρ — master of a ship masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυκρατόρων — ναυκράτωρ master of a ship masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυκράτορες — ναυκράτωρ master of a ship masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοκράτορας — ο, θηλ. τειρα, και τόρισσα, η (AM αὐτοκράτωρ, ο, αὐτοκράτειρα, η) 1. ο μόνος κυρίαρχος, ο απόλυτος μονάρχης μιας χώρας 2. τίτλος ηγεμόνων κρατών που κυβερνώνται απολυταρχικά μσν. ως επίθ. αυτός που ανήκει στον αυτοκράτορα, ο αυτοκρατορικός αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • ναυτοκράτωρ — ναυτοκράτωρ, ὁ (Α) ναυκράτωρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + κράτωρ (< κρατώ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”